Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀνὴρ τραγικός

См. также в других словарях:

  • τραγικός — ή, ό / τραγικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τραγωδία (α. «τραγική συγκίνηση» η συγκίνηση που νιώθει κανείς όταν παρακολουθεί μια τραγωδία β. «πρὸς τὰ πάθεα αὐτοῡ τραγικοῑσι χοροῖσι ἐγέραιρον», Ηρόδ.) 2. το αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»